καρποδέσμιος

καρποδέσμιος
καρποδέσμιος, -ον (Α)
1. αυτός που φορά δεσμό γόνατος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ καρποδέσμιον
δεσμός τού καρπού τού χεριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. καρπός (II) + δέσμιος (< δεσμός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • καρποδέσμιον — καρποδέσμιος wearing a knee halter masc/fem acc sg καρποδέσμιος wearing a knee halter neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”